Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/metafrash/neanika
Όσο τετριμμένο ή βαρετό και να ’ναι,
πάντα μας συγκινεί το ηλιοβασίλεμα,
αλλά ακόμα πιο συγκινητική
είναι αυτή η απεγνωσμένη ανταύγεια του τέλους
που οξειδώνει την κοιλάδα
όταν κι η τελευταία ηλιαχτίδα έχει πια βυθιστεί.
Μας πληγώνει να κρατήσουμε
αυτό το αλλιώτικο και παρατεταμένο φως,
αυτή την ψευδαίσθηση που αποθέτει στο στερέωμα
ο κοινός μας φόβος για το σκοτάδι
και που σταματάει απότομα
μόλις αντιληφθούμε την απάτη του,
όπως ακριβώς διαλύονται τα όνειρα
μόλις αντιληφθούμε ότι ονειρευόμαστε.
Στην Κ. Γκ.
Εκεί έξω, ο ήλιος βασιλεύει
σαν σκοτεινό πετράδι
δεμένο στο δαχτυλίδι του χρόνου,
και μια πολιτεία αδιέξοδη, βυθισμένη,
με ανθρώπους που δε σε βλέπουν.
Το απόγευμα ψιθυρίζει ή σωπαίνει.
Κάποιος απελευθερώνει ένα κρυφό συναίσθημα
που ήταν εγκλωβισμένο μες στο πιάνο.
Πάντοτε απροσμέτρητη η ομορφιά σου.
*
Σε πείσμα της αδιαφορίας σου
η ομορφιά σου
σκορπάει γενναιόδωρα το θαύμα της στον χρόνο.
Μέσα σου απλώνεται η ευτυχία
όπως η άνοιξη στο φυλλαράκι.
Τώρα είμαι πια σχεδόν κανένας,
ή μάλλον είμαι ένα συναίσθημα
που σιγοσβήνει καθώς βραδιάζει.
Μέσα σου κρύβεται η ηδονή
όπως παραφυλάει η αγριότητα στο ξίφος.
*
Πέφτει βαριά στα κάγκελα απόψε η νύχτα.
Στο σκοτεινό σαλόνι
ψάχνονται στα τυφλά οι δύο μοναξιές μας.
Μέσα στο απόβραδο κυριαρχεί
η λαμπερή λευκότητα της σάρκας σου.
Ο έρωτάς μας κρύβει έναν πόνο
τον πόνο της ψυχής που μου θυμίζει.
*
Εσύ
που χθες ήσουνα μόνο η ομορφιά
τώρα είσαι επίσης και όλη η αγάπη.
Πυρετός του Μπουένος Άιρες, 1923
Η θάλασσα είναι ένα ξίφος απροσμάχητο και ο πλούτος της ανέχειας.
Η σπίθα μεταφράζεται σε οργή, η νεροπηγή σε χρόνο και η στέρνα σε καθαρή αποδοχή.
Η θάλασσα είναι μοναχική σαν τον τυφλό.
Η θάλασσα είναι μια γλώσσα αρχαία που δεν προφταίνω να αποκρυπτογραφήσω.
Στα βάθη του ορίζοντα, η αυγή μοιάζει με ασήμαντη ασβεστωμένη μάντρα.
Από την άκρη της ξεπηδάνε σαν σύννεφα καπνού οι λάμψεις.
Θάλασσα αδιαπέραστη όπως η φαγωμένη πέτρα
που στέκεται απέναντι στη ροή του χρόνου.
Κάθε βραδιά αποτελεί κι ένα λιμάνι.
Το βλέμμα μας, μαστιγωμένο από το πέλαγο, σκαρφαλώνει στο στερέωμα:
στερνή ανάλαφρη ακτογραμμή· το βράδυ γίνεται πηλός στα χέρια τ’ ουρανού.
Και πώς ποτίζει το σούρουπο την απέραντη θάλασσα σ’ ένα απαλό τριανταφυλλί!
Πανηγυρίζοντας λαμποκοπούν τα σύννεφα πάμφωτα.
Η πανσέληνος τυλίχτηκε στα καραβόπανα.
To ίδιο φεγγάρι που αφήσαμε κάτω από μια πέτρινη καμάρα με το φως του να λούζει τον κήπο.
Στο κατάστρωμα, ήσυχα ήσυχα, μοιράζομαι με την αδελφή μου το δειλινό,
σαν να μοιραζόμαστε ένα κομμάτι ψωμί.
Μέσα μου ζει ο αργόσχολος ξενύχτης και ξυπνά να τριγυρίσει στην πολύμορφη νύχτα.
Η νύχτα είναι ένα πελώριο μοναχικό ξεφάντωμα.
Μέσα μου όμως, μυστικά, κάτι με δικαιώνει και μ’ ενθουσιάζει.
Μάρτυς μου ο κόσμος, πως έχω αναγνωρίσει την ιδιομορφία του.
Ύμνησα το αιώνιο: τις περιφορές
της λαμπρής σελήνης και τις φλογισμένες παρειές του έρωτα.
Έχω απαθανατίσει με στίχους την πόλη που με κυκλώνει
και τα προάστια που αλληλοσπαράσσονται.
Μίλησα για θαύματα εκεί που άλλοι έβλεπαν κοινοτοπίες.
Απέναντι στα χλιαρά τραγουδάκια ύψωσα τη φωνή μου στον ορίζοντα σαν θούριο.
Ύμνησα και αποθέωσα προγόνους μου εξ αίματος και προγόνους που ονειρεύτηκα.
Υπήρξα και υπάρχω.
Έπλεξα με λέξεις δυνατές το συναίσθημά μου
αντί να το εξαντλήσω σε συναισθηματισμούς.
Η ανάμνηση μιας παλιάς αμαρτίας με γυροφέρνει·
στριφογυρίζει μέσα μου σαν ψόφιο άλογο που το ξεβράζει στην ακτή η παλίρροια.
Ωστόσο έχω στο πλάι μου τους δρόμους, το φεγγάρι.
Το νερό δεν έπαψε να μου δροσίζει το στόμα, ούτε οι στίχοι μού αρνήθηκαν τη μουσική
τους.
Νιώθω τον τρόμο της ομορφιάς· μα ποιος θα τολμήσει να με δικάσει
όταν αυτή η τεράστια πανσέληνος της μοναξιάς μου μ’ έχει συγχωρέσει;
Αντικρινό φεγγάρι ,1925
Αν εξαιρέσεις κάτι τοπωνύμια και ημερομηνίες
–ατασθαλίες τού λόγου–
η αλήθεια είναι ότι αγνοώ γι’ αυτόν τα πάντα.
Όμως, μετά φόβου Θεού, ανέπλασα την τελευταία του μέρα,
όχι όπως την έβλεπαν οι άλλοι, αλλά ο ίδιος,
και θέλω να πάρω αποστάσεις για να την καταγράψω.
Μαθημένος να χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο της τράπουλας,
πρωτευουσιάνος μα από την εδώ μεριά του παραπόταμου
διατέλεσε επιθεωρητής της τρίτης πτέρυγας τροφοδοσίας
στην παλιά κεντρική αγορά
κι όταν το ζήτησε η πόλη, ανδραγάθησε στη Σεπέδα,
στην Παβόν, μα και στη Μάχη των Σφαγείων.
Η φωνή μου όμως δε θα υποκαταστήσει τις μάχες του,
που τις πήρε, στο τελευταίο του όνειρο, μαζί του.
Γιατί όπως άλλοι γράφουν στίχους,
έτσι ακριβώς έπλασε ένα όνειρό του ο παππούς μου.
Όταν τον τσάκισε μια πνευμονία
και ο πολυμήχανος πυρετός τού παραμόρφωσε την όψη της μέρας
συγκέντρωσε τα αρχεία της μνήμης του
για να πλάσει με τα ίδια του τα χέρια το όνειρό του.
Αυτά συμβαίνουν σ’ ένα σπίτι της οδού Σεράνο
το αφόρητο καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πέντε.
Ονειρεύτηκε τα δύο στρατεύματα
να μπαίνουν σε τροχιά μάχης·
απαρίθμησε διαταγές, σημαίες, μονάδες.
«Τώρα διαπραγματεύονται οι επικεφαλής»,
είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε
κι έκανε ν’ ανασηκωθεί για να τους βλέπει.
Σχημάτισε μια σειρά πεδινά προχώματα
ονειρεύτηκε ένα έμπεδο σκαμμένο για να μπορέσει να καλυφθεί το πεζικό
και μια πεδιάδα τόσο επίπεδη που τίποτα
να μην εμποδίσει την αήττητη επέλαση του ιππικού.
Σήμανε και μια γενική επιστράτευση, συγκεντρώνοντας
όλα τα πρόσωπα που γνωρίζει ο άνθρωπος μέσα στα χρόνια δίχως να τα ξέρει:
γενειοφόρους που έχουν πια σβηστεί σε κάτι παλιές φωτογραφίες
κι άλλους που βρέθηκαν δίπλα του στα πεδία της μάχης.
Όρμησε ακάθεκτος να φθάσει στο αποκορύφωμα της μέρας
με έξαρση πατριωτισμού εμπνευσμένη από πίστη
και όχι από κάποια αυθόρμητη παρόρμηση·
σχημάτισε ολόκληρο στράτευμα από σκιές ιππέων
προκειμένου να σκοτωθεί.
Έτσι, στην κάμαρη που έβλεπε στον κήπο,
πέθανε σ’ ένα όνειρο υπέρ πατρίδος.
Μου ανακοίνωσαν τον θάνατό του μιλώντας μου μεταφορικά για ταξίδι·
δεν το πίστεψα.
Ήμουν μικρός, δεν ήξερα ακόμα για θανάτους, ένιωθα αθάνατος·
τον έψαξα πολλές φορές στα σκοτεινά δωμάτια.
Στη Λετίσια Άλβαρες δε Τολέδο
Για την αποδημία κάποιου
–μυστήριο να ξέρεις το κενό περιεχόμενο μιας λέξης
αλλά να αγνοείς το πραγματικό της νόημα–
μένει ανοιχτό ως το πρωί, ένα σπίτι στον Νότο,
ένα σπίτι άγνωστο, που δε σκοπεύω καν να ξαναδώ,
μα που με περιμένει απόψε, μ’ αναμμένα τα φώτα,
στις μικρές ώρες του ύπνου
ένα σπίτι σημαδεμένο από δύσκολες νύχτες, ξεχωριστό,
σχολαστική εικόνα της πραγματικότητας.
Βαδίζοντας προς τη βαριά, πένθιμη αγρυπνία,
ανάμεσα σε δρόμους που συγκρατώ αμυδρά, σαν αναμνήσεις,
διασχίζω τον άφθονο χρόνο που μου αφήνει η νύχτα,
όπου δεν ακούγεται ψυχή
παρά κάτι αργόσχολοι δίπλα απ’ το ταβερνάκι της γωνίας
και κάποιος, ολομόναχος στον κόσμο, που σφυρίζει.
Έτσι πηγαίνοντας αργά, κυριευμένος από την αδημονία,
φτάνω στη γειτονιά, στο σπίτι, στην απέριττη πόρτα που ψάχνω
και με υποδέχονται άνθρωποι αμήχανοι, σε βαρύ πένθος,
που έχουν τα χρόνια των γονιών μου,
και εξισώνεται η μοίρα μας
μέσα σ’ ένα δωμάτιο συγυρισμένο, που βλέπει στην αυλή
–αυλή που έχει κατακυριεύσει κι εξουσιάζει τώρα η νύχτα–
και συζητάμε, γιατί η πραγματικότητα υπερισχύει, λέμε για πράγματα αδιάφορα
και αντανακλούμε άκεφοι Αργεντίνοι στον αργυρό καθρέφτη
και μοιραζόμαστε το μάτε, χέρι χέρι, για να περάσει η ώρα.
Με συγκινούν αυτά τα ίχνη σοφίας
που χάνονται με τον θάνατο κάθε ανθρώπου
– τα βιβλία του, ένα κλειδί, ένα σώμα ανάμεσα στα τόσα.
Ξέρω πως κάθε προνόμιο, έστω και σκοτεινό, έχει κάτι από θαύμα
όπως τώρα, η συμμετοχή σ’ αυτήν την αγρυπνία,
συγκεντρωμένοι γύρω από κάποιον που δε συμμετέχει: τον νεκρό,
συγκεντρωμένοι για να του κρατήσουμε συντροφιά
και να τον φρουρήσουμε την πρώτη του νύχτα στο επέκεινα.
(Η αγρυπνία τσακίζει τα πρόσωπα·
τα μάτια γλαρώνουν προς τα πάνω σαν του Χριστού.)
Και ο νεκρός; Αμέτοχος.
Η πραγματικότητά του βρίσκεται κάτω από λουλούδια που του είναι ξένα
και η νεκρική φιλοξενία του θα μας προσφέρει
μια ακόμα ανάμνηση μέσα στον χρόνο
και εμβληματικά στενάκια του Νότου για να τ’ απολαύσεις αργά αργά
μ’ ένα σκοτεινό αεράκι στο πρόσωπο επιστρέφοντας
και τη νύχτα που μας απελευθερώνει από τη μεγαλύτερo μαρτύριο:
τη μονοτονία της πραγματικότητας.
Τετράδιο Σαν Μαρτίν, 1929
[ Aπό το βιβλίο Πυρετός του Μπουένος Άιρες & άλλα νεανικά ποιήματα που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη ]