Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-1/biblia/o-atermwn-koxlias
...στις παραμονές του θανάτου και επάνω από τις καταιγίδες,[1] όταν σκοτείνιαζε ο κόσμος και σήμαιναν «μεσάνυχτα στον αιώνα», κατά τη ρήση του Victor Serge, μέσα στη νύχτα της εποχής, πάντοτε ανυπότακτη δεν έπαψε να εξακολουθεί να ψάλλη, celle qui continue à prêcher, la voix surréaliste, η υπερρεαλιστική φωνή.
Τα λόγια του Μπρετόν, από το πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού –...la voix surréaliste celle qui continue à prêcher à la veille de la mort et au-dessus des orages–, θα τα υψώσει σαν σημαία ανατροπής στην Ελλάδα, για πρώτη φορά το 1935, ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Καταρχήν τα τονίζει στην περίφημη διάλεξη Περί Σουρεαλισμού, κι αμέσως μετά τα προβάλλει, σαν βαρυσήμαντη προμετωπίδα, στην ποιητική Υψικάμινο που όρθωσε ο ποιητής απέναντι και ενάντια στον υπαρκτό εωσφορικό Πύργο της Βαβέλ του ζοφερού μεσοπολέμου. Τα ίδια λόγια θα ακουστούν και στον βουερό ποταμό Αμούρ-Αμούρ,
«αντί προλόγου» στα Γραπτά.
Δεν πρόκειται για τυχαία, επαναλαμβανόμενη, και καθόλου για «διακοσμητική» επιλογή κάποιου τσιτάτου. Είναι μακρόπνοο σχέδιο και πρόγραμμα ζωής, μες την ζωή, απ’ την ζωή, με την ζωή, για την ζωή.[2] Γιατί ο υπερρεαλισμός για τον Εμπειρίκο, όπως θα διατρανώσει στη Διάλεξη του 1935, δεν είναι τεχνοτροπία και μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, είναι καθολική, διαρκής επανάσταση: «μια φρενιασμένη προσπάθεια όχι μόνο λυτρωμού από ζυγούς και κανόνες ακαδημιών, μα και ένθερμη εκδήλωση πόθου πλήρους ζωής και άρνηση υποταγής σε οιονδήποτε είδος θανάτου».[3]Καθώς η ανθρωπότητα κατρακυλά στον φασισμό και στη βαρβαρότητα του δεύτερου παγκόσμιου μακελειού, μέσα στο χάσμα που άνοιξε ο σεισμός, στη φοβερή εκείνη δεκαετία 1936-1946, θα ανθίσουν, σαν αντίπαλον δέος στη φρίκη, και τα εμπειρίκεια Γραπτά, με αρχικό τίτλο Οι Κύκλοι του Ζωδιακού. Θα παραμείνουν σχεδόν κρυφά, εν σκιά θανάτου, για να μισοπροβάλλουν το 1960, μέχρι να ’ρθούν να λάμψουν στο φως μιας Νέας Ημέρας, στις δικές μας κρίσιμες μέρες.
Έχουμε πλέον, το 2018, ακέραιο το σώμα των Γραπτών.[4] Όταν μιλάμε για «ακέραιο σώμα», πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουμε κάποιες παρανοήσεις.
Πρώτον, η έκδοση του 2018 δεν είναι μια απλή, φιλολογική συμπλήρωση της έκδοσης του 1960, με την ενσωμάτωση των εννέα κειμένων των Γραπτών που μείνανε για διάφορους ιστορικοπολιτικούς, συγκυριακούς και προσωπικούς λόγους αδημοσίευτα.
Από μιαν άποψη, κι από την ίδια τους τη σύσταση, τα Γραπτά του Εμπειρίκου θυμίζουν τα γλυπτά του Alberto Giacometti, που το καθένα τους, όπως έλεγε ο μεγάλος γλύπτης, «δεν εκθρονίζει ποτέ κανένα άλλο[...] δεν είναι ένα αντικείμενο αλλά μια διερώτηση, ένα ερώτημα, μια απάντηση. Δεν μπορεί να είναι ούτε τελειωμένο ούτε τέλειο».[5] Τα Γραπτά, ακριβώς επειδή μπορούμε τώρα να τα διαβάζουμε με ακέραιη τη συνάφειά τους, αλλά και όλη η υπερρεαλιστική γραφή του Εμπειρίκου, από την Υψικάμινο στον Μεγάλο Ανατολικό κι ως την Οκτάνα, ακολουθούν μια πορεία αντίστοιχη με την κατά Freud ψυχανάλυση: είναι
ατέρμων και τερματιζομένη.
Οι σπείρες της ανελίσσονται, καθόλου γραμμικά ή κυκλικά, όπως οι σπείρες της Ιστορίας, όπως και οι σπείρες σε έναν ατέρμονα κοχλία, εικόνα επιβλητική στη διαλεκτική του μεγάλου Jakob Boehme, του Philosophus Teutonicus, αλλά και παράσταση εμβληματική και φαλλική στο καίριο Γραπτό Our Dominions Beyond the Seas ή η βίωσις των στίχων στους Κύκλους του Ζωδιακού.[6] Τα ίδια τα Γραπτά, στην παρούσα εμφάνισή τους, είναι ένας κοχλίας με σώμα ακέραιο αλλά και ατέρμων. Συναντάμε και αναγνωρίζουμε στις σπείρες του μοτίβα, στίχους, ποιήματα ολόκληρα, συλλήψεις μελλοντικών συλλογών, προπλάσματα και πλάσματα αφηγήσεων από όλη τη μακριά διάρκεια του έργου του Εμπειρίκου, από την Προϊστορία ή Καταγωγή του 1934,[7] στην Υψικάμινο, την Ενδοχώρα, τον Μεγάλο Ανατολικό,[8] την Αργώ ή Πλους Αεροστάτου, τη συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες[9] και μέχρι την ακροτελεύτια Οκτάνα.[10] Ακόμα και τη Ζεμφύρα μπορεί να διακρίνει κανείς να κάνει μια αστραπιαία εμφάνιση στο Ζώδιο του Λέοντα,[11] μ’ ένα χαριτωμένο άλμα: Voilà!
Δεν πρόκειται για κατακερματισμό αλλά για διαρκή κίνηση. Είναι η ίδια η Ζωή ως «σύνδεση της σύνδεσης και της μη σύνδεσης», σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει σε νεανικό του κείμενο ο Hegel, κάτω από την επίδραση του φίλου του Hölderlin. Ο Εμπειρίκος είναι η ζώσα αντίφαση είναι εδώ και όχι εδώ στον ίδιο και τον κάθε τόπο, μέσα στην ίδια και την κάθε χρονική στιγμή.
Δεν έχουμε μπροστά μας το διαμελισμένο σώμα του Ορφέα, αλλά μοτίβα επανερχόμενα όπως στο βαγκνερικό Δακτυλίδι των Νιμπελούγκεν, παραδείσια νησιά ή και Ατλαντίδες, και άγνωστες ηπείρους του ασυνειδήτου που αναδύονται και βυθίζονται για να επανεμφανιστούν ξανά στον ίδιο και ποτέ ίδιο Ωκεανό: τον Ωκεανό του πρώτου Άσματος του Μαλντορόρ του Lautréamont, τον αντίθετο στους «αγριόχοιρους της ανθρωπότητας»,12 τον οποίο ο Εμπειρίκος ενσωματώνει στον χαιρετισμό του στον Ιβάν-Νίκη Καλαμάρη-Νικόλαο Κάλας στα Τεκταινόμενα· τον Ωκεανό της πραγματικότητας που στέκεται σαν φραγμός στα Άλογα του Giorgio De Chirico·τον Ωκεανό της υπέρβασης του φραγμού, της διάβασης, της μετάβασης του Μεγάλου Ανατολικού προς έναν Νέο Κόσμο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι Οι Κύκλοι του Ζωδιακού του 2018 δεν επιβάλλουν απλώς μια νέα, πληρέστερη ανάγνωση των Γραπτών ή Προσωπική Μυθολογία του 1960, αλλά και μια εκ νέου αναμέτρηση με το συνολικό
έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, αυτόν τον ατέρμονα κοχλία.
Τα Γραπτά στο σύνολό τους και στη δυναμική τους κατέχουν τη στρατηγική εκείνη θέση από την οποία μπορούμε να δούμε πώς «διασταυρούνται και συμπλέκονται συνεχώς τα χρώματα του καλειδοσκοπίου, όπως γυρίζει ακαταπαύστως, ατελεύτητα, ένας κοχλίας ατέρμων».[12] Ο Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος έχει απολύτως δίκιο να τονίζει την κεντρικότητα των Γραπτών στη συνολική παρουσία του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.[13]Κεντρικότητα αναπόσπαστη από τη διαλεκτική που τα κινεί, τη διαδικασία γένεσης και διάπλασης, τον τρόπο ύπαρξής τους ως αέναου έργου εν προόδω, το ιστορικό τους έδαφος, τους ορίζοντες που χαράσσουν και προς τους οποίους, αμετάκλητα και ασυμβίβαστα, βαδίζουν.
Φαίνονται παράκαιρα με τους σκληρούς και αποτρόπαιους καιρούς, στους οποίους γράφονται, αλλά όπως θα έλεγε κι ο Nietzsche, ενεργούν «με τρόπο παράκαιρο, δηλαδή ενάντια στους καιρούς κι έτσι επί των καιρών, υπέρ (ελπίζω) ενός μελλοντικού καιρού».[14]Το ακέραιο σώμα των Γραπτών με τους Κύκλους του Ζωδιακού αποκαλύπτει, πέραν και ενάντια σε κάθε αμφισβήτηση και μονόπλευρη ανάγνωση, ότι το έργο του Εμπειρίκου δεν είναι ένας παιάνας για τον Έρωτα εκτός Ιστορίας αλλά εντός Ιστορίας και ενάντια στους εφιάλτες της, προς έναν Νέο Κόσμο πανερωτικό και πανευφρόσυνο, άνευ ορίων, άνευ όρων, άνευ τάξεων, άνευ συνόρων...
Δεν αποφεύγει, δεν υπεκφεύγει, δεν δραπετεύει μακριά από τη γήινη, ιστορική, τραγική πραγματικότητα. Αφετηρία του είναι, κυριολεκτικά, τα ιστορικά Τεκταινόμενα, που το όνομά τους παίρνει και το εναρκτήριο κείμενο, το πρώτο εγερτήριο σάλπισμα των Κύκλων του Ζωδιακού.
«Είμεθα ακόμη επί της γης»,[15]
τονίζει και επαναλαμβάνει ο Εμπειρίκος. Ζητάει και καλεί σε μια Έξοδο επί της γης, στο δεύτερο Γραπτό των Κύκλων. Έξοδο με τη βιβλική σημασία του όρου: Έξοδο από το Μπετ Αβαντίμ, τον φαραωνικό Οίκο της Δουλείας. Έξοδο-χειραφέτηση από κάθε δουλεία και τυραννία, με πρωταρχική και κριτήριο κάθε απελευθέρωσης την απελευθέρωση της κεντρικής ενόρμησης της Ζωής, του Έρωτα.
Επί της γης βαδίζει και στον δρόμο της Ιστορίας πορεύεται: «Ο δρόμος αυτός εκτείνεται τόσο μακριά που απ’ εδώ δεν φαίνεται που οδηγεί και πού βγάζει. Σ’ αυτόν τον δρόμο προχωρώ όπως πορεύεται με ούριον άνεμο, ή, σε άλλες στιγμές, επάνω στον καιρό, κάποιος που οτέ μεν βιάζεται οτέ δε περπατά χωρίς να σπεύδη». [16] Λέει ξανά και ξανά: «Ναι είμεθα ακόμη επί της γης και πορευόμεθα πεζή, καβάλλα ή καθισμένοι, μα πάντοτε κινούμενοι προς τους ορίζοντες που μας καλούν και κάποτε θα μας ανήκουν».[17]
Είναι ένας Δρόμος «σκληρός, σκληρότατος», όπως θα πει αργότερα στο ομώνυμο ποίημα του 1964, όπου αναστοχάζεται το φοβερό Τραύμα της άδικης σύλληψής του σαν προγραμμένου από την σταλινική ΟΠΛΑ, το 1944, της ομηρίας στα Κρώρα, της πορείας του μεταξύ μελλοθανάτων σε μία Via Dolorosa. Στον δικό του εικαστικό στοχασμό Ο «Δρόμος» του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο ζωγράφος Γιώργος Χατζημιχάλης θα δείξει τους δύο ποταμούς που τον ορίζουν, τον Αμούρ και τον Αχέροντα, με χρώματα παρόμοια, μαύρο και βαθυκύανο, αλλά με τον πρώτο, τον ποταμό του Έρωτα σαν στρόβιλο ζωής και τον δεύτερο σαν παγερή κι ακίνητη σφήνα του θανάτου.
Στο Γραπτό του 1940 Η Έξοδος, ο δρόμος ακόμα επιφυλάσσει λαμπρές εκπλήξεις, οράματα και πανοράματα σε κάθε στροφή, σαν αυτά που είδε κι απεικόνισε «ο απίστευτος Μυτιληναίος», ο ζωγράφος του λαού Θεόφιλος Κεφάλας ο Χατζημιχαήλ.[18]
Υπάρχει Ελπίδα: «Δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι».[19] Ή, αλλιώς, όπως λέει και ο τίτλος, υπάρχει η Έξοδος.
Μόνο που η Έξοδος, μέσα από τη διαλεκτική ανάπτυξη των αντιφάσεων της Ιστορίας, τα εξαίσια πανοράματα στις στροφές του δρόμου, τα ευφρόσυνα και ερωτικά οράματα της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης μένουν αόρατα στους ανθρώπους μέσα στον οικουμενικό Οίκο της Δουλείας, κάτω από τον ζυγό των νόμων των Κυριάρχων. Κι όμως, ο ποιητής διατρανώνει: «Δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι. Τα πάντα έχουν τον λόγο τους, την σημασία τους και την συνάρτησί τους. Μόνο που δεν τα βλέπουν πάντοτε οι άνθρωποι, και μάλιστα πολύ συχνά, δεν θέλουν ή φοβούνται να τα δουν. Ωστόσο υπάρχει ορατότης...»[20]Ορατότης που επιτρέπει στον ποιητή, με ανοιχτά ή και κλειστά μάτια, να δει τους ανέσπερους πόθους και τις πάμπολλες όψεις που έχει ο αστραφτερός ερωτικός αδάμας Κο-ι-Νορ, που όπως προφητεύει ο Εμπειρίκος στα Τεκταινόμενα, μια μέρα «θα κοσμή απίστροφα κι αμετακλήτως το διάστικτον από χίλια-δυο πετράδια διάδημα της ενιαίας ανθρωπότητος, όταν την ανθρωπότητα αυτή θα την διέπει η Ελευθέρα Λιβιδώ...»[21]Η ίδια «λευκή ορατότης», όμως, δεν τυφλώνει καθόλου τον ποιητή, που με πάντα ανοιχτά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής
του βλέπει τα δεινά της χειμαζομένης ανθρωπότητας και τις αθλιότητες των πολιτικών ηγεσιών, φασιστικών, φιλελευθέρων και σταλινικών.
Έτσι, μετά από έναν καταρράκτη ερωτικών σκηνών, στην προτελευταία παράγραφο της Εξόδου, αιφνιδιαστικά, ξεσπά σαν θύελλα η οργή του Ανδρέα Εμπειρίκου ενάντια στην πρόσφατη τότε Συμφωνία Μολότωφ-Ρίμπεντροπ για την Φινλανδία: «Ακόμη τα τηλεγραφήματα σχολιάζουν την συνθήκη. Ακόμη κουνάνε τα κεφάλια τους οι μεν και οι άλλοι σηκώνουνε τους ώμους. Άλλοι λογάδες κρίνουν ή επικρίνουν. Μα στην συνείδησι του κόσμου θα μείνουν για πάντα νικητές οι Φινλανδοί. Σκατά στον Στάλιν και δόξα απέθαντη στην Φινλανδία, στο βόρειο σέλας που δεν σβήνει μα λάμπει ανάλλαχτο στον ουρανό της σαν το διαμάντι που φορεί στο στήθος της η Ελευθερία».[22]
Οι αθλιότητες, όμως, της κυρίαρχης πολιτικής, ιδιαίτερα η βάναυση διάψευση των λαϊκών ελπίδων από τους υποτιθέμενους εκπρόσωπους του σοσιαλισμού, δεν ακυρώνουν για τον ποιητή μας την προοπτική της Εξόδου. Οι νόμοι δεν υποτάσσουν πάντοτε. Στον δρόμο της ζωής επί της γης και με ορίζοντα την πανανθρώπινη Ελευθερία προχωρεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, κόντρα, «επάνω στον καιρό».
Από την αρχή παρακολουθεί προσεκτικά, άγρυπνα, κριτικά, θα ’λεγες πολύ ρεαλιστικά, αν και υπερρεαλιστής, την πορεία του παγκόσμιου πολέμου. Χαιρετίζει τις «[μ]εγάλες επιτυχίες του Ερυθρού Στρατού στην Ρωσσία» και τις «σημαντικές επιτυχίες των Άγγλων, πέρ’ από την Βεγγάζη, στην Μέση Ανατολή»,[23]
χωρίς να έχει αυταπάτες ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα.
Εκείνο που ελπίζει και τονίζει στα Τεκταινόμενα είναι η Έξοδος στο τέλος του πολέμου: «...δεν είναι δυνατόν ο πόλεμος του 1939 να μην ξυπνήση τους ανθρώπους όπως ξυπνά η μάστιγα το αίμα, γιατί δεν είναι δυνατόν ο πόλεμος αυτός να μην ανοίξει νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε ουσιαστική αναθεώρησι όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει σήμερα να είναι η αναθεώρησις αυτή απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν αντίληψι και νέα προσαρμογή - με μια λέξι μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα και ηθική».[24] Ο Εμπειρίκος προσμένει να ανοίξει δρόμος προς την «νέα υλική-ηθική πραγματικότητα», με τη νικηφόρα αντιφασιστική έξοδο από τον πόλεμο, για να συντελεστεί, χωρίς άλλη βία, η «ριζική ουσιαστική αναθεώρησι όλων των πραγμάτων», η μετουσίωση όλων των αξιών,
για την οποία μιλούσε κι ο Νίτσε. Με τον δικό του τρόπο, παρόμοια προσδοκία εκφράζει κι ο Τζακομέττι δημιουργώντας, στο τέλος του πολέμου, το 1946, τον συγκλονιστικό εκείνο γλυπτό, μεγάλου μεγέθους , L’ Homme qui marche, Ο άνθρωπος που πορεύεται.
Μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο αβυσσαλέο και δύσκολα επουλώσιμο γίνεται το Τραύμα της Ιστορίας που δέχεται ο ποιητής το 1944, όταν η έξοδος από τον πόλεμο σημαδεύεται από τον εφιάλτη της ομηρείας στα Κρώρα, τον ενταφιασμό της μαρξιστικής προσδοκίας που φλόγισε τη νεότητά του αλλά και τη διάψευση των ελπίδων για το μεταπολεμικό άνοιγμα «νέων δρόμων», όχι προς τον θάνατο «στου Δήλεσι τα μέρη», αλλά σε μια νέα πραγματικότητα πανανθρώπινης Ελευθερίας...
Παρ’ όλα αυτά, ο Εμπειρίκος θα επιμείνει, μέσα από τη δική του εργασία του πένθους. Βρίσκεται καθαρά στους αντίποδες του αγαπημένου του και σεβαστού δασκάλου, του Σίγκμουντ Φρόυντ. Είναι αντίθετος όχι μόνο με τη γνωστή αρνητική απάντηση του ιδρυτή της ψυχανάλυσης στο αντιπολεμικό γράμμα-έκκληση του Αϊνστάιν αλλά συνολικά με τον συντηρητισμό του ιστορικού πεσιμισμού του Φρόυντ. Ο Έλληνας ποιητής και πρώτος ψυχαναλυτής στην χώρα αρνείται ότι η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό θα είναι αιώνια, μιας και υποτίθεται ότι η Λιβιδώ δεν μπορεί να είναι ελεύθερη αλλά απωθημένη ή μετουσιωμένη, υποταγμένη σε νόμους και ηθικά θέσφατα. Ο Εμπειρίκος αρνείται κάποια ταλαντευόμενη αλλά, τελικά, ακατάλυτη ισορροπία μεταξύ Έρωτα και Θανάτου. Εναντιώνεται στην ενόρμηση του θανάτου στη δεύτερη Τοπική και επιμένει ασυμβίβαστα στην υπερρεαλιστική αρχή της «άρνησης υποταγής σε οιονδήποτε είδος θανάτου», με προοπτική τον θρίαμβο του Έρωτα και έτσι της Ζωής.
Η πολυσυζητημένη και ενοχλητική για τους ευ φρονούντας ερωτική κυριολεξία και λεπτομερής άμεση περιγραφή λαγνουργιών που ξεκινά από τα Γραπτά των Κύκλων του Ζωδιακού για να εκβάλλει στο ωκεανογράφημα του Μεγάλου Ανατολικού, πρέπει να ιδωθεί σαν αυτό που ακριβώς είναι: βασικό στοιχείο μιας χειραφετητικής στρατηγικής αποενοχοποίησης της λιβιδινικής ενέργειας και έκφρασης, για την ανατροπή όλων εκείνων των όρων και ορίων που γεννούν τη Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, την αρρώστια του Πολιτισμού και μιαν ανθρωπότητα άρρωστη, βουλιαγμένη στη σεξουαλική εξαθλίωση και δέσμια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Η στρατηγική αποενοχοποίησης του έρωτα και της ερωτικής κυριολεξίας φαίνεται σαφώς στην εύστοχη, καίρια, βαθύτατη, ψυχολογικής και όχι ηθικολογικής τάξεως διάκριση που κάνει ο Εμπειρίκος στους Κύκλους του Ζωδιακού ανάμεσα στη γεμάτη αθωότητα και χωρίς άγχος στάση του μεγάλου ποιητή Walt Whitman απέναντι στον έρωτα και εκείνη την γεμάτη φόβο και κρυμμένα συναισθήματα ενοχής, παρά την ελευθεροστομία της, του άλλου μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, ποιητή του έρωτα κατά τον Εμπειρίκο, του Henry Miller.[25]Το ζητούμενο δεν είναι η ελευθεροστομία από μόνη της, κάτι που στις μέρες μας γίνεται συχνά αποδεκτό, ενσωματώσιμο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της «ντεκαντέντσας» των μπλαζέ. Το ζητούμενο είναι η απελευθέρωση από την ενοχή, το άγχος, τη δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, κι έτσι από την σεξουαλική εξαθλίωση που επιβάλει η βιοεξουσία.
Ο Έλληνας ποιητής και ψυχαναλυτής αναζητά μια Θεραπευτική του Πολιτισμού και την απελευθέρωση της ερωτικήςευφροσύνης, ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός, θα ψάλλει κι ο Πίνδαρος στον 4ο Νεμεόνικο.[26]Ο Εμπειρίκος και σαν ποιητής και σαν ψυχαναλυτής δεν μπορεί παρά να συμφωνεί και με τη συνέχεια της πινδαρικής Ωδής:
ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει,
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ
γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας[27]
και σε πρόχειρη απόδοση:
κι ο λόγος από τα έργα περισσότερο χρόνο ζει
καθώς με την τύχη των Χαρίτων
η γλώσσα τον ανασύρει από της ψυχής τα βάθη.
Τι καλύτερο μπορεί να κατορθώσει συν Χαρίτων τύχα η υπερρεαλιστική γραφή, αυτόματη και όχι, ή μια ψυχανάλυση ατέρμων και τερματιζόμενη;
Οι ορίζοντες της χειραφέτησης, κατά τον Εμπειρίκο, δεν μπορεί παρά να είναι καθολικοί, οικουμενικοί, κι ο δρόμος προσέγγισής τους διαλεκτικός. Γι’ αυτό και το Γραπτό Ορίζοντες στους Κύκλους του Ζωδιακού συνοδεύεται άλλοτε με το ή Απανταχού της Γης κι άλλοτε, εναλλακτικά, με το επικρατέστερο ή Η Φαινομενολογία του Έρωτος.
Το δεύτερο παραπέμπει ευθέως στον Hegel και τη χεγκελιανή Φαινομενολογία του Πνεύματος του 1807 και προϋποθέτει την γνώση της. Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν είναι μόνο μέγιστοι ποιητές αλλά και οι δύο κατεξοχήν βαθείς γνώστες και συνομιλητές του Χέγκελ στον νεοελληνικό πνευματικό χώρο.
Στην περίπτωση του Εμπειρίκου εκείνο που τον ελκύει σταθερά στον Χέγκελ και τη διαλεκτική του είναι η ανάγκη της υπέρβασης του καντιανού δυισμού και κάθε δυισμού που ανοίγει ανυπέρβλητο χάσμα ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο, την ψυχή και το σώμα, ανάμεσα στη Ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της, και προπαντός την υπέρτατή της εκδήλωση τον Έρωτα, και στο Πνεύμα. Χάσμα αλληλένδετο με τη Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό και ιδιαίτερα με την οδύνη της τραγικής εποχής μας, που ο Antonin Artaud συμπύκνωσε ανυπέρβλητα στη φράση Je souffre que l’ Esprit ne soit pas dans la Vie, υποφέρω που το Πνεύμα δεν είναι μέσα στη Ζωή.
Ο ιδεαλιστής Χέγκελ υπερβαίνει το χάσμα υποκειμένου/αντικειμένου, αλλά μόνο στην πνευματική σφαίρα. Η Φαινομενολογία του Πνεύματος, η αναγκαία, συχνά συγκλονιστική, με το βάθος και τον πλούτο της, Είσοδος στην Επιστήμη της Λογικής, οδηγεί μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία μορφών συνειδησιακών εμπειριών, από την αισθητηριακή βεβαιότητα και την αντίληψη της Συνείδησης στην Αυτοσυνείδηση, τον Λόγο και, τέλος, στην Απόλυτη Γνώση.
Η εμπειρίκεια Φαινομενολογία του Έρωτος επιχειρεί να ανατρέψει/αναστρέψει τη χεγκελιανή πνευματοκρατία, με τα μέσα του υπερρεαλισμού, της ποίησης και της ψυχανάλυσης (και άδηλα, με την κληρονομιά της μαθητείας στον διαλεκτικό υλισμό, παρά τη ρητή ρήξη με τον μαρξισμό από το 1938 (ρήξη, βασικά, με την επικρατούσα οικονομιστική-μηχανιστική, στρεβλή, εκδοχή του και τη σταλινική καρικατούρα του.)
Αφετηρία της Φαινομενολογίας του Έρωτος δεν είναι η συνείδηση αλλά η υλική Ζωή με όλες τις ανάγκες και επιθυμίες της, πρώτα-πρώτα τις ερωτικές. Η διαδικασία που αναπτύσσεται δεν περιλαμβάνει διαδοχικές φαινομενικές μορφές συνειδησιακών εμπειριών, αλλά μια αλληλουχία μορφών διαφορετικών ερωτικών εμπειριών της σάρκας ως υποδοχέα-φορέα της Ζωής. Υποκείμενο της διαλεκτικής διαδικασίας δεν είναι το ατομικό υποκείμενο της σκέψης του καρτεσιανού cogito,
ούτε το χεγκελιανό, άσαρκο υποκείμενο της συνείδησης, αλλά ένα δια-ατομικό (transindividuel), ένσαρκο υποκείμενο σε διαρκή ηδονική αλληλεπίδραση με το αντικείμενο του πόθου.
Τη θέση του καρτεσιανού cogito παίρνει ένα cogito της σάρκας, για να δανειστούμε τον εύστοχο όρο που πλάθει ο Γάλλος φαινομενολόγος Michel Henry,[28] ανατρέποντας τις καρτεσιανές προϋποθέσεις της φαινομενολογίας του Husserl, στηριγμένος στην εκπληκτική εκείνη θεολογία της σάρκας, που αναπτύσσει ενάντια στον Μαρκίωνα και τον δυισμό διαφόρων Γνωστικών, ο άγιος Ειρηναίος του Λουγδούνου στο περίφημο έργο Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως, γνωστότερου με τον λατινικό τίτλο Adversus
Hereses.
Μέσα από το cogito της σάρκας αυτοαποκαλύπτεται η ίδια η Ζωή και η όλη διαδικασία της φαινομενολογίας της σάρκας και του Έρωτα, που οδηγεί στη μέθεξη με τη Ζωή. Τη Ζωή όχι μόνο ως Υπόσταση αλλά και ως Υποκείμενο, για να παραφράσουμε τον Χέγκελ, ως άρση του χάσματος υποκειμένου/αντικειμένου, Πνεύματος και Ζωής.
Στο χεγκελιανό Σύστημα, το Πνεύμα, στη Φαινομενολογία, γνωρίζει τον εαυτό του πρώτα σαν Απόλυτη Γνώση πριν το γνωρίσει, στην Επιστήμη της Λογικής, ως Απόλυτη Ιδέα και επιστρέψει ξανά στον εαυτό του, στη Φιλοσοφία του Πνεύματος ως Απόλυτο Πνεύμα.
Η Ζωή, όμως, δεν είναι μορφή ύπαρξης του Πνεύματος, όπως πιστεύει ο Χέγκελ, το Πνεύμα είναι μορφή ύπαρξης της Ζωής και καθορίζεται από τη Ζωή, καθώς σωστά έγραφε ο Χαίλντερλιν και θεμελιώνει ο Μαρξ.
Στον Εμπειρίκο, η Φαινομενολογία του Έρωτος μπορεί να οδηγήσει ατομικά και πανανθρώπινα όχι σε μια Αφηρημένη Γνώση αλλά στην αυτο-γνωσία της Ζωής, με κέντρο της τον Έρωτα, την αυτο-αποκάλυψη και τον αναστοχασμό της μέσα από την αλληλουχία των εμπειριών της σάρκας.
Η υπέρβαση του χάσματος που η Ιστορία ανοίγει ανάμεσα σε Ζωή και Πνεύμα δεν σημαίνει συγχώνευση, διάλυση του ενός στο άλλο, αλλά την απελευθέρωσή τους, μια νέα εντελώς διαλεκτική σχέση, έναν νέο εντελώς Κόσμο μιας ενιαίας ανθρωπότητας, με ελεύθερη και την Λιβιδώ, σε ενότητα με όλα τα κοσμικά στοιχεία της Φύσης.
Στους Κύκλους του Ζωδιακού, στο Γραπτό Our Dominions Beyond the Seas ή Η Βίωσις των στίχων, όπου πράγματι οι στίχοι γίνονται βίωσι και υπερβαίνεται όχι μόνο το όριο ανάμεσα στα διάφορα είδη λόγου, ποίηση, πεζό, θεωρητική ανάλυση και σύνθεση, δοκίμιο, ημερολογιακή καταγραφή κ.λπ., αλλά και το χάσμα ανάμεσα σε ποίηση και ζωή, συναντάμε μια θαυμάσια απεικόνιση της άρσης διχασμού υποκειμένου/αντικειμένου, μέθεξης με τη Ζωή και συνένωσης με το Σύμπαν, διαμέσου της ερωτικής συνεύρεσης.
Πρόκειται για την περιγραφή της συνάντησης του ποιητή, καθώς κατεβαίνει με το αυτοκίνητο από την Κηφισιά προς την Αθήνα, με ένα νέο κορίτσι ίσαμε 18 χρονών που κρατούσε κλαριά ανθισμένης μηλιάς και την ερωτική σύμπραξή τους λίγο παρακάτω, στην τοποθεσία που και σήμερα ονομάζεται Παράδεισος. Ιδού η λυρικότατη περιγραφή ενός coitus a tergo, τη λεγόμενη και «στάση του Αδάμ»: «...Δεν ήμουν πλέον ο Ανδρέας Εμπειρίκος μα ένα πράγμα με την κόρη που γαμούσα, ένα πράγμα με τα δένδρα, τα φύλλα και τα χόρτα, ένα πράγμα με τις πέτρες, τα πουλιά, τα ζώα, ένα πράγμα με την γην που επάνω της πατούσα, ένα πράγμα με τον έναστρο ουρανό, με τον αέρα που εδρόσιζε την ώρα, όχι πια άτομον αυτοτελές μα, υποκείμενο και αντικείμενο συγχρόνως, νέο στοιχείον ενιαίον, εγώ και το κορίτσι, ενέργεια κι ευαισθησία κοσμική, ένωσις πλήρης, ώσις αδέσμευτη, Έρως...»[29]Ο Έρως ως κοσμική δύναμη συνεκτική των πάντων παύει να είναι απλώς η σχέση μεταξύ ατόμων. Ο Εμπειρίκος δεν κηρύσσει τον έρωτα σαν φενάκη ατομικής διαφυγής από τα δεινά της ανθρωπότητας. αλλά σαν αφετηρία και δύναμη ατομικής και καθολικής χειραφέτησης. Με έναν ανάλογο τρόπο, εξάλλου, βλέπει και ασκεί την ψυχανάλυση όχι μόνο σαν θεραπευτική μέθοδο αντιμετώπισης ατομικών περιπτώσεων αλλά και σαν την επιστήμη εκείνη, από την οποία, όπως γράφει, περιμένει «με βεβαιότητα ακλόνητη την ενηλικίωση του ανθρώπου».[30]
Επί του Μεγάλου Ανατολικού, ο μαθητής του Χέγκελ, Ελβετός ιατροφιλόσοφος Χανς Έντελμαν καθιστά κρυστάλλινα καθαρή την εμπειρίκεια θεώρηση του κόσμου και της ριζικής μεταμόρφωσής του: «...ποτέ δεν είπα ότι η απόλυτος ελευθερία πρέπει να χορηγηθή μόνον εις τον έρωτα. Πρεσβεύω και ισχυρίζομαι, αγαπητοί μου φίλοι, ότι η ελευθερία πρέπει να είναι καθολική αλλά συγχρόνως πρεσβεύω και πιστεύω ότι πρέπει να έχη την αρχήν και την πληρότητά της εις τον έρωτα, διότι εκτός που αυτός είναι η υπέρτατη εκδήλωσις της Ζωής, είναι συγχρόνως και ο καλύτερος εγγυητής εις την λυσιτελή επιδίωξιν πραγματοποιήσεως όλων των άλλων αλλαγών ή μεταρρυθμίσεων των οποίων βεβαίως έχει ανάγκην απόλυτον η βλακωδώς όσον και κατά ανίερον τρόπον χειμαζομένη ανθρωπότης [...] εγώ ονειρεύομαι, και μπορώ να πω ότι εργάζομαι για έναν τελείως νέον πολιτισμόν, για έναν καινούργιο κόσμο».[31]
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος προτάσσει τον αντίστροφο δρόμο από εκείνον που ακολουθούσε ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ, παρόλο που θα τοποθετήσει και τον Ρώσο κομμουνιστή ποιητή ανάμεσα στου Μπεάτους στην Οκτάνα. Ο Μαγιακόφσκυ γράφει:
από τους ουρανούς της ποίησης
εφορμώ
προς τον κομμουνισμό
γιατί χωρίς αυτόν
για μένα δεν υπάρχει έρωτας[32]
Για τον Εμπειρίκο, αντίστροφα, χωρίς τον έρωτα και την απόλυτη ελευθερία του δεν μπορεί να υπάρξει η «άνευ τάξεων, άνευ συνόρων» Παγκόσμια Συμπολιτεία του ελευθεριακού κομμουνισμού που οραματίζεται ο Ιούλιος Βερν επί του Μεγάλου Ανατολικού.
Οι Κύκλοι του Ζωδιακού περιέχουν τα Γραπτά του Εμπειρίκου μιας δεκαετίας, στην οποία συντελείται η βαθμιαία απομάκρυνσή του από τον μαρξισμό, η ρήξη μαζί του το 1938, που φαίνεται να είναι χωρίς επιστροφή μετά το Τραύμα στα Κρώρα. Αξίζει να ξαναδούμε, κι από την σκοπιά τώρα της έκδοσης του 2018, την όλη τρικυμιώδη πορεία.
Ο Εμπειρίκος είχε προσχωρήσει με ενθουσιασμό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, στο κομμουνιστικό κίνημα, και μάλιστα στον τροτσκισμό, λίγο πριν την ένταξή του στον υπερρεαλισμό, μετά την ψυχανάλυσή του στον René Laforgue το 1927-1931, προχωρώντας σε ρήξη με τη μεγαλοαστική ταξική του καταγωγή, αποχωρώντας από όλες τις οικογενειακές επιχειρήσεις και διακηρύσσοντας ανοιχτά την πρακτική του συμπαράταξη με τη μαχόμενη εργατική τάξη.
Η περίφημη Διάλεξη του 1935, τις παραμονές της έκδοσης της Υψικαμίνου, γενέθλιας πράξης του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, κατέληγε με την απόδοση φόρου τιμής, θαυμασμού κι ευγνωμοσύνης «στον Αντρέα Μπρετόν και στους άλλους Σουρρεαλιστές που μετά τον διαλεχτικό υλισμό και τον Siegmund Freud, έχυσαν το περισσότερο και το πιο άπλετο φως μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν»[33]
Η ίδια φράση, σχεδόν απαράλλακτη, με μία σημαίνουσα απουσία, επαναλαμβάνεται και στο Αμούρ-Αμούρ που γράφεται το 1939 και θα τεθεί «Αντί Προλόγου» πριν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία.[34] Η σημαίνουσα απουσία αφορά τον διαλεκτικό υλισμό, η αναφορά στον οποίον έχει απαλειφθεί.
Έχει προηγηθεί η ρήξη με τον μαρξισμό και τον μπολσεβικισμό, μετά από τις τραγικές εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, τον σταλινισμό, τις Δίκες της Μόσχας, τις μαζικές εκκαθαρίσεις, την Γιεζόφτσινα
του 1937, την προδοσία της Ισπανικής Επανάστασης. Τη ρήξη την ανακοινώνει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, «όχι χωρίς συγκίνηση», όπως γράφει, με γράμμα του το 1938, στον στενό του φίλο Νίκη Καλαμάρη, τον Νικόλαο Κάλας.[35]Στις διάφορες γραφές και επανεγγραφές των Γραπτών μπορούμε να βρούμε κι άλλες σημαίνουσες απουσίες σαν την προαναφερόμενη. Αντίστροφή της και χαρακτηριστική άρνηση της προηγούμενης άρνησης είναι αυτή που συναντάμε στη δεύτερη επεξεργασία των Τεκταινομένων
στην δεκαετία του 1970,[36] όπου, ενώ υπάρχει αναφορά στη Μόσχα σαν ένα από τα κέντρα των «κραταιών και οργανωμένων», μαζί με το Βερολίνο, το Λονδίνο, την Ουάσιγκτον ή το Παρίσι, απαλείφεται πλέον η ταύτιση Χίτλερ και Τρίτης Διεθνούς και του ναζισμού με τον μπολσεβικισμό που υπάρχει στη γραφή του 1940.[37]Βέβαια, έχει προηγηθεί η μετά το 1958 ποιητική-πολιτική στροφή και η αναγέννηση της ελπίδας στη δεκαετία αριστερής ριζοσπαστικοποίησης του 1960, η επίσκεψη το 1962 στη Σοβιετική Ένωση που καταγράφεται ημερολογιακά[38] μα και εμβληματικά στο μεγάλο ποίημα ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-ΕΡ Ρωσσία.[39] Προπαντός, έχει γραφτεί, στις 17 Αυγούστου 1963, «την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού», όπως σημειώνει ο ποιητής, το ποίημα Μπεάτοι ή Της Μη Συμμορφώσεως οι Άγιοι, όπου ξανά, σίγουρα «όχι χωρίς συγκίνηση», κάνουν ξανά την παρουσία τους ο Μαρξ κι ο μπολσεβίκος Λένιν, έχοντας πλάι τους κορυφαίους της αναρχίας Μπακούνιν και Κροπότκιν.[40] Η σπείρα του ατέρμονα κοχλία έκανε πλήρη στροφή! Είναι τυχαίο, μήπως, ή ένα υπερρεαλιστικό hasard objéctif, ότι αμέσως μετά τα ονόματα των Μαρξ, Λένιν, Μπακούνιν, Κροπότκιν, το πρώτο όνομα που ακολουθεί είναι εκείνο του Böhme, οραματιστή του ατέρμονα κοχλία;
Πρόκειται, λοιπόν, για επανασύνδεση; Ας θυμηθούμε τον πρώτο εκείνο προσδιορισμό της ζωής από τον Χέγκελ και τον Χαίλντερλιν: σύνδεση της σύνδεσης με τη μη σύνδεση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Εμπειρίκος είναι ζώσα αντίφαση. Την ίδια στιγμή, στον ίδιο τόπο, είναι και δεν είναι. Κι ο χωροχρόνος είναι ανομοιογενής και πολυρρυθμικός. Όπως γράφει κι ο ίδιος για τη στιγμή του οργασμού, στο υπέροχο ποίημα Deauville, είναιχίλια τα χρόνια της στιγμής, χίλια τα έπη της κραυγής[41]Δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη στη Φύση και την Ιστορία, ούτε και στην ποίηση και τον βίο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Συντελούνται τομές στη συνέχεια, στροφές, κίνηση σε πολλαπλά επίπεδα, πολυρρυθμία. Συνάμα μέσα στη ασυνέχεια υπάρχει συνέχεια.
Εκδήλωση και παράδειγμα της ζώσας αντίφασης είναι και το περίφημο απόσπασμα από το Ημερολόγιο 1943 που βρίσκουμε στους Κύκλους του Ζωδιακού,[42]
όπου περιγράφει πώς, ίσως χάρη στην «ψυχοανάλυσή» του, «βαθμηδόν, κατά στάδια», «μέσα από αλληλουχία συνειδητοποιήσεων και οντοποιήσεων» βγήκε «σιγά σιγά έξω από το αντιβιολογικό και εργαστηριακό μπουντρούμι του ιστορικοϋλισμού».
Κι όμως, ακριβώς μετά την απερίφραστη και αναντίρρητη παραδοχή μιας οιονεί «λυτρωτικής» ρήξης με τον ιστορικό υλισμό, στην επόμενη παράγραφο, στην ίδια σελίδα, ο Εμπειρίκος γράφει στο Αυτόματο ποίημα, όπως το ονομάζει, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση οποιουδήποτε συνειδητού, αισθητικού ή ηθικού ελέγχου, κατά τις προδιαγραφές του πρώτου υπερρεαλιστικού Μανιφέστου, τα εξής:
«Ω θαλερή βοή! Τα χλιμιντρίσματα που αντηχούν σαν σε κυψέλες, από τα κύτταρα ώς τις κορφές των Άνδεων, τα δόκανα, όπου συστρέφονται οι πεινασμένοι, οι προκομμένοι γυπαετοί της Ρούμελης, τώρα που ο κλήρος έπεσε στα καρυοφύλλια κι οι μαχητές, τα κορφοβούνια, όλα ολότελα πιστεύουν όπως πιστεύει μια νεάνις στους μαστούς της στη λύση του προβλήματος της ειμαρμένης...»
Οι γραμμές αυτές γράφονται τον Απρίλιο του 1943, όταν η φασιστική Κατοχή έχει στήσει «τα δόκανα όπου συστρέφονται οι πεινασμένοι» και σαν μόνη λύση «τώρα... ο κλήρος έπεσε στα καρυοφύλλια» της αντιφασιστικής Αντίστασης «κι οι μαχητές, τα κορφοβούνια, όλα ολότελα πιστεύουν» σε μια νίκη που θα φέρει μαζί με το τέλος του Ναζισμού και του πολέμου, τη «λύση του προβλήματος της ειμαρμένης», την αλληλένδετη με τον Έρωτα, την ερωτική προσμονή και πίστη που έχει μια «νεάνις στους μαστούς της». Ποιος, πάλι, μπορεί να ξεχνά ότι όταν γράφονται αυτές οι γραμμές του «αυτομάτου ποιήματος» οι μαχητές στα κορφοβούνια, «οι προκομμένοι γυπαετοί της Ρούμελης» δεν ήταν άλλοι από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους μαυροσκούφηδες του Άρη Βελουχιώτη.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι η ζώσα αντίφαση. Η ρήξη με τον μαρξισμό συντελέστηκε. Ποτέ, όμως, ο ποιητής δεν πέρασε από την άλλη μεριά του οδοφράγματος, στη μεριά της αστικής αντίδρασης και του συντηρητισμού. Σαν τα Άλογα του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, στους Κύκλους του Ζωδιακού, που τα βλέπουμε ξανά, κι αυτά, στην Οκτάνα, ο ποιητής «και τώρα, ό,τι κι αν γίνη, δεν θα γυρί[σει] πια ποτέ στα κτίσματα του λόφου. Θα μεί[νει] εδώ, στην έρημη ακρογιαλιά, αφού δεν είναι δυνατόν να πα[ει] πίσω να ζή[σει] με κακούς, κουτούς κι αναίσθητους ανθρώπους». Θα μείνει στην ερημιά, μπροστά στην απέραντη θάλασσα, όπως τα αδάμαστα εκείνα Άλογα, «με ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος που ένα παρόν σφιχτά πολιορκημένο δημιουργεί».[43] Ο Εμπειρίκος δεν θα επιστρέψει ποτέ στον αστικό κόσμο της «ντεκαντέντσας». Θα στραφεί σε ένα ιδιόρρυθμο κράμα τολστοϊσμού, αναρχισμού και φουριερικού ουτοπικού κομμουνισμού, με έντονη τη μεσσιανική προσδοκία ενός Ολάμ Αμπά, ενός Κόσμου-που Έρχεται. Ακόμα και στο οξύτερο σημείο της ρήξης με ό,τι ονομάζει το 1943 «μπουντρούμι του ιστορικοϋλισμού», υπάρχει μια αδιάρρηκτη «σύνδεση ανάμεσα στην μη σύνδεση και την σύνδεση»: το όραμα ενός νέου κόσμου άνευ τάξεων, άνευ συνόρων, πανερωτικού, χωρίς Οιδίποδες και Ναρκίσσους, χωρίς πολέμους των κραταιών και χωρίς δεσποτείες Ναβουχοδονοσόρων.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έμεινε ακλόνητος εν τη καμίνω, πάντα πιστός σ’ αυτό το όραμα, σαν τον Σιδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, τον Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ. Δεν έγινε ποτέ ένας renégat, ένας αποστάτης.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν η Ώρα της Μεγάλης Καταστροφής. Τίποτα δεν θα μπορούσε, μετά απ’ αυτήν, να είναι ίδιο. Στο Άουσβιτς καιγόταν μαζί με τους Εβραίους το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο.
Οι διασκορπισμένες, απανταχού της γης, επαναστατικές πολιτικές και καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, απομονωμένες στις δικές τους ερημιές μπροστά στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, «σε ένα παρόν σφιχτά πολιορκημένο», αναρωτιόντουσαν για το επόμενο βήμα, το δικό τους και της ανθρωπότητας.
Στον χώρο της Τέχνης, και ειδικότερα του υπερρεαλισμού, ο κυρίαρχος πεσιμισμός θεωρούσε ότι ο υπερρεαλισμός ανήκε πλέον στο προπολεμικό παρελθόν. Μια εντελώς μειοψηφική φωνή, αυτή του παλιού φίλου του Εμπειρίκου Νίκη Καλαμάρη και τώρα εξόριστου στη Νέα Υόρκη Nicolas Calas, επέμενε ότι ο υπερρεαλισμός δεν πέθανε, αλλά σαν κίνημα έπρεπε να αλλάξει σύμφωνα με τις τρομερές αλλαγές και νέες απαιτήσεις της Ιστορίας. Περνούσε από το πρώτο λυρικό στάδιο στο τραγικό του στάδιο.
Μακριά πια από τον παλιό του φίλο, χωρίς επαφή μεταξύ τους, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, καθώς σήμαινε η Ώρα της Μεγάλης Καταστροφής, «στις παραμονές του θανάτου και πάνω από τις καταιγίδες», δημιουργούσε τα Γραπτά. Ό,τι κι αν λένε διάφοροι, είναι κορυφαίο έργο του ζωντανού και πάντα μαχόμενου υπερρεαλισμού.
Αν ο Κάλας έβλεπε αναγκαία μια μετάβαση του υπερρεαλισμού από το Λυρικό στο Τραγικό στοιχείο, τα 33 Γραπτά του Εμπειρίκου, από το πρώτο ως το τελευταίο και ως σύνολο, εμπεριέχουν το Τραγικό μέσα στο Λυρικό και το Λυρικό μέσα στο Τραγικό.
Είναι κι αυτός ένας δρόμος, ένας τρόπος, μια στάση μη συμμορφώσεως σε μια εποχή ανείπωτης τραγωδίας, όπου το Τραγικό υποχρεώνεται να μείνει ανείπωτο, στη σιωπή της Ιουδήθ των Τεκταινομένων, σε έναν κόσμο χωρίς καρδιά, όπου το Λυρικό εκπίπτει σε θέαμα ή μένει ακίνητο σαν την κατατονική Άρτεμη στο μανικόμιο/φρενοκομείο της μουσολινικής Ιταλίας, στο Γραπτό Τζιάκομο Καζανόβα, ο Ιππότης του Έρωτος και του Seingalt.
Εμφανέστατα, η παρουσία του Τραγικού μέσα στο Λυρικό και η ανάδυση του Λυρικού μέσα από το Τραγικό οντοποιείται στις τρεις φιγούρες που παρουσιάζονται στους Κύκλους του Ζωδιακού, σε τρία «υποκείμενα αντικειμένου» και συνάμα «αντικείμενα υποκειμένου», για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Εμπειρίκου: τον Ιταλό ιππότη Τζιάκομο Καζανόβα, τον Ναζί αξιωματικό Sonderführer Nikolaus Schultz και τον φτωχό Έλληνα βοσκό Μήτρο Τραγανά.
Για τον πρώτο, ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε στην ομιλία μας The
Agony of Joy.[44]Για τον δεύτερο θα χρειαστεί να μιλήσουμε ξανά. Εδώ περιοριζόμαστε σε λίγα βασικά.
Με ποιητικά μέσα, ο ψυχαναλυτής Εμπειρίκος ερευνά την εισβολή του φασισμού στο ασυνείδητο των μαζών, ακόμα και των θυμάτων του, πράγμα για το οποίο έχουν γράψει κι ο Wilhelm Reich, αλλά, όπως υπενθυμίζει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στο Επίμετρο, και η Charlotte Beradt στο βιβλίο Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ.[45]
Μια ζοφερή, ανησυχητική διαδικασία, πάντα επίκαιρη, όταν μάλιστα επανεμφανίζονται σήμερα τα τέρατα με το πρόσωπο του Όρμπαν, του Σαλβίνι, της Λεπέν ή του Τραμπ.
Θα ήταν γόνιμη μια ανάγνωση του Γραπτού για τον Σουλτς μέσα από το φροϋδικό Massenpsychologie und Ich-Analyse, Ομαδική Ψυχολογία και Ανάλυση του Εγώ (1921). Μέσα από τη διαδρομή της ανόδου και της πτώσης του Τρίτου Ράιχ και τη διαδικασία εκφασισμού και μετατροπής σε μαζικό δολοφόνο του άλλοτε εκλεπτυσμένου Πρώσου αριστοκράτη, παρελαύνουν όλοι οι «μαζικοί σχηματισμοί» (Massenbildungen), που αναλύει ο Φρόυντ: «οι μάζες των πολλών» (Masse zu vielen), μαζί με την αρχική αστραπιαία εξάπλωση του ναζισμού στην Ευρώπη και τους θριάμβους της Βέρμαχτ·«οι μάζες ανά δύο» ( Masse zu zweit), με την λιβιδινική-υπνωτική καθήλωση του Σουλτς στον αντι-Μεσσία Χίτλερ· «οι μάζες κατά μόνας» (Masse zu eins), με τον αρχηγό της φρουράς του Χίτλερ, Σουλτς, να στέκεται, με το πολυβόλο, μόνος υπερασπιστής στην φλεγόμενη Καγκελαρία. Κι ακόμα: η ανατριχιαστική ταύτιση με τον μισητό επιτιθέμενο, όπως στα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, έτσι και στην τελική αφύπνιση από το όνειρο του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Αξίζει, πάντως να προσεχτεί ότι στο όλο παραλήρημα του Sonderführer Nikolaus Schultz, ενώ γίνεται λόγος για φυλή και Αρίους απουσιάζει, εντελώς και παραδόξως, ο κεντρικός, μυθικός, αρχετυπικός Εχθρός του Ναζισμού: ο «υπάνθρωπος» Εβραίος, ο τοκογλύφος κι «Εβραιοκομμουνιστής». Η μόνη ρατσιστική αισχρολογία που ακούγεται στο Γραπτό είναι κατά των «αρκουδανθρώπων» Ρώσων, των τόσο αγαπημένων στον Εμπειρίκο, τον ρωσικής καταγωγής εκ μητρός. Γιατί μια τέτοια σημαίνουσα απουσία των Εβραίων από το παραλήρημα του Σουλτς ή και στο ασυνείδητο του ποιητή που το καταγράφει; Μήπως για τον ίδιο λόγο που ο Ναζί απωθεί το ερώτημα για τον Νίτσε, ξεχνά τον στίχο του Χαίλντερλιν ή και την αγαπημένη του χαμένη αρραβωνιαστικιά Φρειδερίκη, που το όνομά της εκστομεί ξανά μόνο την ώρα του θανάτου; Ή μήπως για τον ίδιο λόγο στο ασυνείδητο τώρα του Εμπειρίκου, που τον κάνει να εμφανίζει τον εαυτό του, στον Καζανόβα, να επισκέπτεται τη Βοημία μεταμφιεσμένος σε Πολωνοεβραίο –άκουσον, άκουσον– δηλαδή στον μυθικό, αρχετυπικό Εχθρό των Ναζί, και μάλιστα λίγο πριν τον πόλεμο, σε έναν τόπο και ιστορικό χρόνο όπου έβραζε ο ναζισμός κι ο αντισημιτισμός; Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο φαίνεται να μετατρέπεται στο αντίθετο, σε μεταμφίεση (μεταμόρφωση ή μετεμψύχωση, με την ορολογία των Κύκλων του Ζωδιακού) στο κατεξοχήν θύμα της επίθεσης.
Ο Εμπειρίκος είναι ευαίσθητος στις αντιφάσεις των Μοντέρνων Καιρών που εκρήγνυνται την Ώρα της Καταστροφής, στον φασισμό και τον πόλεμο. Η αντίφαση της Φύσης και του Νόμου, θεμελιακή στην αστική νεωτερικότητα και κεντρική στις διαμάχες στη νεωτερική πολιτική φιλοσοφία, βρίσκεται και στο κέντρο των Κύκλων του Ζωδιακού. Ο ποιητής τάσσεται αναφανδόν υπέρ της προτεραιότητας της Φύσης και των νόμων της, σωστότερα «των ρυθμών» της, όπως τους αποκαλεί, απέναντι στους νόμους των ανθρώπων και τα θέσφατα της επικρατούσας κάθε φορά κοινωνικής-ηθικής έννομης τάξης.
Η ΄Εξοδος και οι Ορίζοντες, με τους οποίους ανοίγονται οι εμπειρίκειοι Κύκλοι, έχουν επαναλαμβανόμενο, βασικό μοτίβο το «Δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι». Το βλέπουμε ξανά σαν θαύμα απίστευτο και στο Γραπτό Μήτρος Τραγανάς.
Το όνομα του ταπεινού μα περήφανου φτωχού βοσκού παραπέμπει στο τράγο του, στην τραγωδία, στον βιβλικό αποδιοπομπαίο τράγο και, προπαντός, για τον Εμπειρίκο, στον τραγοπόδαρο Πάνα. Στο απρόσμενο τέλος της διάσωσης «...[ο] Μήτρος είχε νικήσει τους νόμους των ανθρώπων».[46]
Κι όπως ο ίδιος ο άδικα κατηγορούμενος για βιασμό και φόνο, αυτός ο ερωτύλος νεαρός, ο φτωχός βοσκός που κανένας πλούσιος δεν τον θέλει για γαμπρό, ο βλάσφημος μπρος στους παπάδες και τους σταυρούς τους, κι ο αγέρωχος μπρος στο θάνατο, θα πει για το απρόσμενο τέλος: «...ήρθε η ώρα του Θεού»,[47]
ενάντια στη δικαστική εξουσία και τους νόμους των ανθρώπων και πριν από οποιαδήποτε διαταγή του κάθε Βασιλιά.
Αυτήν την Ώρα απελευθέρωσης από την «υποταγή σε οιονδήποτε είδος θανάτου», τη μεσσιανική Στιγμή της Οκτάνας, μιας νέας Γης κι ενός νέου Ουρανού, αυτήν τη Στιγμή προσμένει κι εξαγγέλλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος εν τη καμίνω, ψάλλοντας
χίλια τα χρόνια της στιγμής, χίλια τα έπη της κραυγής.
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Εμπειρίκου Οι Κύκλοι του Ζωδιακού (Άγρα 2018), Polis Art Cafe, 24 Σεπτεμβρίου 2018
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Οι κύκλοι του ζωδιακού του Ανδρέα Εμπειρίκου